- τροτσκιστής
- οοπαδός του Λ. Τρότσκι ή του τροτσκισμού (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροτσκιστής — ο, θηλ. τροτσκίστρια, Ν οπαδός τού Τρότσκι και τού τροτσκισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. trotskyist < Trotsky, όν. ηγέτη τού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Μπολσεβίκων + κατάλ. ist (< ιστής*)] … Dictionary of Greek